- διήρης
- Πολεμικό πλοίο της αρχαιότητας που είχε δύο επάλληλες σειρές κουπιών στην κάθε πλευρά του. Η εφεύρεση της δ. υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας για αύξηση της ταχύτητας των πολεμικών πλοίων με κουπιά, χωρίς να αυξηθεί το μήκος του σκάφους πέρα από τα όρια της διαμήκους αντοχής του.
* * *-ες (Α διήρης, -ες)το θηλ. ως ουσ. [διήρης] (ενν. ναυς)πολεμικό πλοίο με δύο σειρές κουπιάαρχ.φρ.1. «διῆρες ὑπερῷον» — το πάνω πάτωμα2. «μελάθρων διῆρες ἔσχατον». το υπερώον.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διήρης με τη σημασία «συνδεδεμένος» είναι σύνθετη με α' συνθετικό την πρόθεση διά και ως β' συνθετικό εμφανίζεται ο τ. -ηρης στον οποίο απαντά η ρίζα τού αραρίσκω* (πρβλ. αμαξήρης)με τη σημασία «με δυο σειρές κουπιά» το α' συνθετικό τής λ. είναι το αριθμητικό δύο και το β' συνθετικό ο τ. -ηρης, μορφολογικά όμοιος με το β' συνθετικό τού διήρης «συνδεδεμένος» αλλά ετυμολογικά ανάγεται στη ρίζα τών ερέτης*, ερέσσω* (πρβλ. τριήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.